ξεφεύγω — ξεφεύγω, ξέφυγα βλ. πίν. 228 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεφεύγω — 1. κατορθώνω να διαφύγω από κάποιον που μέ καταδιώκει ή να αποφύγω κάτι που μέ βασανίζει, γλυτώνω από κάποιον ή από κάτι 2. περνώ απαρατήρητος, δεν επισημαίνομαι («ξέφυγε ένα σοβαρό λάθος στο κείμενο») 3. αλλάζω θέμα συζήτησης με επιτήδειο τρόπο … Dictionary of Greek
ξωφεύγω — ξεφεύγω, απομακρύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φεύγω] … Dictionary of Greek
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
εξολισθαίνω — (AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) [ολισθάνω] 1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ 2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι αρχ. 1. ξεφεύγω, διαφεύγω 2. (για φύλλα) πέφτω 3. ξεφεύγω από τη μνήμη … Dictionary of Greek
απονήχομαι — ἀπονήχομαι (Α) 1. ξεφεύγω κολυμπώντας, κολυμπώ μακριά 2. ξεφεύγω … Dictionary of Greek
γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… … Dictionary of Greek
διαφεύγω — (ΑΝ) 1. ξεφεύγω, γλυτώνω, φεύγω μακριά από κάποιον ή κάτι, δραπετεύω 2. ξεφεύγω την προσοχή ή τη μνήμη κάποιου, λησμονούμαι, δεν γίνομαι αντιληπτός («μού διαφεύγει τό όνομά του») νεοελλ. γλιστρώ («το βιβλίο διέφυγε από τα χέρια του») μσν. φεύγω… … Dictionary of Greek
διεκπίπτω — (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω] μσν. νεοελλ. (για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι αρχ. 1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι 2. διαφεύγω, ξεφεύγω 3. αφιδρώνω 4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)… … Dictionary of Greek
διεκφεύγω — (Α) [εκφεύγω] 1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω 2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.) νεοελλ. (αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου … Dictionary of Greek